Μιχάλης Ζέκε, Τάνια Παλαιολόγου, Στράτος Τζώρτζογλου, Χριστόφορος Νέζερ, Εύα Κοταμανίδου, Αλίκη Γεωργούλη, Βαγγέλης Καζάν
Το Τοπίο στην ομίχλη είναι μια ελληνική δραματική κινηματογραφική ταινία, σε σκηνοθεσία και παραγωγή του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το σενάριο ανήκει στον ίδιο τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Θανάση Βαλτινό και τον Τονίνο Γκουέρα.
Η ιστορία της ταινίας περιστρέφεται γύρω από δύο παιδιά, τη Βούλα και τον Αλέξανδρο, που αποφασίζουν να ταξιδέψουν μόνα τους στη μυθική Γερμανία, καθώς πιστεύουν ότι εκεί θα βρουν τον πατέρα τους, τον οποίο επιθυμούν διακαώς να συναντήσουν.
Πηγαίνουν στην Αθήνα στον σιδηροδρομικό σταθμό και προσπαθούν να επιβιβαστούν στο τρένο για τη Γερμανία, αλλά τους κατεβάζουν, επειδή δεν έχουν εισιτήριο. Ένας αστυνομικός τα πηγαίνει σε έναν μακρινό θείο, που τον πείθει ότι τα παιδιά δεν έχουν πατέρα στη Γερμανία. Τον πληροφορεί ότι τους είπε ψέματα η μητέρα τους για να μη μάθουν την αλήθεια: έχουν διαφορετικούς πατεράδες, από περιστασιακές ερωτικές σχέσεις της. Αν και τα παιδιά κρυφακούν την συνομιλία, δεν πιστεύουν τον θείο τους. Μετά από μια χιονοθύελλα στο χωριό, καταφέρνουν να το σκάσουν.
Συνεχίζουν το ταξίδι τους και τελικά συναντούν έναν νεαρό, τον Ορέστη, ο οποίος έχει ένα χαλασμένο λεωφορείο. Αποφασίζει να τα πάρει μαζί του και τα παιδιά δέχονται. Ο Ορέστης είναι ο οδηγός ενός θιάσου, που παίζουν ένα έργο ελληνικής ιστορίας. Δεν έχουν πολλούς θεατές τελευταία.
Καθώς χωρίζουν οι δρόμοι του Ορέστη και των παιδιών, εκείνα συνεχίζουν να ψάχνουν τρόπο να φτάσουν στη Γερμανία. Βρίσκουν έναν οδηγό ενός φορτηγού. Αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος κοιμάται, ο οδηγός βιάζει την Βούλα και το σκάει, σοκαρισμένος από την ίδια του την πράξη. Τα παιδιά σύντομα φτάνουν σε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό. Επιβιβάζονται σε ένα τρένο, αλλά βλέπουν τον ελεγκτή και καταφέρνουν την τελευταία στιγμή να του ξεφύγουν. Συναντούν και πάλι τον Ορέστη, που τους παίρνει μαζί με τη μοτοσικλέτα του. Φτάνουν σε ένα άδειο παραλιακό καφενείο και περπατάνε στην προκυμαία. Ξαφνικά, ένα μεγάλο μαρμάρινο χέρι κρεμασμένο από ένα ελικόπτερο βγαίνει από τη θάλασσα. Ο δείκτης του χεριού έχει κοπεί.
Ο Ορέστης αναγκάζεται να πουλήσει τη μοτοσικλέτα του, επειδή θα μπει στον στρατό. Συναντά τον αγοραστή αργότερα σε ένα μπαρ και υπονοείται ότι συνδέονται ερωτικά. Η Βούλα απογοητεύεται, καθώς τον είχε ερωτευτεί, και τα παιδιά φεύγουν και πάλι. Ο Ορέστης τα ψάχνει και τα βρίσκει σε έναν ερημωμένο αυτοκινητόδρομο. Παίρνει τη Βούλα στην αγκαλιά του και την παρηγορεί. Αποχαιρετιούνται για τελευταία φορά. Σε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό, ένας στρατιώτης δίνει χρήματα στη Βούλα για να αγοράσει εισιτήρια και τα παιδιά μπαίνουν στο τρένο για τη Γερμανία. Βγαίνουν λίγο πριν τον έλεγχο διαβατηρίων στα σύνορα. Συνειδητοποιούν ότι τα σύνορα είναι ένα ποτάμι και μπαίνουν σε μια μικρή βάρκα για να το διασχίσουν. Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί από τους συνοριοφύλακες και ένα δέντρο διακρίνεται στην ομίχλη. Καθώς καθαρίζει η ομίχλη, η Βούλα και ο Αλέξανδρος τρέχουν προς το δέντρο και το αγκαλιάζουν.