Catherine Deneuve, Fernando Rey, Franco Nero
Η νεαρή Τριστάνα, που ο Δον Λόπε παίρνει στην κηδεμονία του όταν εκείνη ορφανεύει από μάνα, θα μάθει πολλά δίπλα στον άνδρα που τον νόμιζε για πατέρα και προστάτη πριν καταλήξει στο κρεβάτι του. Η κατ’ εξακολούθηση υποκρισία του απεχθή ψευτοεπαναστάτη θα προικίσει σταδιακά την αθώα χριστιανή με το δικαίωμα της επιλογής. Ανάμεσα σε δυο όχι ακριβώς όμοιους κόκκους ρεβιθιού στην αρχή, ανάμεσα σε δυο όχι ακριβώς όμοιες κολώνες κτιρίου στη συνέχεια και, εν τέλει, ανάμεσα σε έναν δρόμο που οδηγεί σε ένα κυνηγημένο από τις Αρχές λυσσασμένο σκυλί (προφανείς οι αναγωγές στην προ-φρανκική Ισπανία) και σε μια στοά που βγάζει στο κατάφωτο αίθριο ενός μποέμ ζωγράφου -μια γνωριμία που θα της ανατρέψει τη ζωή.
Η Τριστάνα φεύγει. Δύο χρόνια μετά, θα επιστρέψει ευνουχισμένη σωματικά (όπως μεταφορικά όλες οι φριχτά καταπιεσμένες γυναίκες του πατριαρχικού Τολέδο), σταθερά βασανισμένη ψυχικά (το φροϋδικό όνειρο με το κομμένο κεφάλι του Δον ως γλωσσίδι καμπάνας), μα με πλήρη νοητικό εξοπλισμό, για να ευτελίσει μέχρι τελευταίας πνοής τον πλούσιο τώρα, θρήσκο και φιλάνθρωπο, μαλακωμένο από τα γηρατειά δυνάστη της.
Που σημαίνει πως αντίθετα αλλά συναφή πράγματα θα κυριεύσουν και την Τριστάνα στην εξέλιξη της δράσης. Εκείνην, όμως, από ανάγκες κοινωνικά καθορισμένες που προσωποποιούνται στον Δον Λόπε, και συνθήκες βιολογικές (την ομορφιά και το σώμα της) που μπορεί πλέον να χειρίζεται ως όπλο. Αλλωστε, η ανατροπή στον συσχετισμό ισχύος και εξουσίας που επεδίωκε ο Μπουνιουέλ με τούτη την ιστορία, την οποία προσάρμοσε εντελώς χαλαρά από ένα (μετριότατο, όπως πίστευε) μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεζ Γκλαδός, δεν θα είχε επιτευχθεί διαφορετικά. Ούτε και θα είχε επιβεβαιωθεί, για μια ακόμη θριαμβική φορά, η συνθετική (κι όχι απλά αναλυτική) ικανότητα αυτού του μέγιστου διαλεκτικού κι αντικομφορμιστή, που μια ζωή ονειρευόταν μια ελευθερία μακριά από τα φαντάσματα των «ανωτέρων» δυνάμεων κι έσκαβε με την τέχνη του το υποσυνείδητο αναζητώντας την